- χαριστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που γίνεται για χάρη ή εξυπηρέτηση, χατιρικός, ευνοϊκός.2. μεροληπτικός: Η στάση των δικαστών ήταν χαριστική.3. στη γραμματική, ο όρος «δοτική χαριστική», δηλώνει ότι γίνεται κάτι για χάρη κάποιου.4. το ουδ. πληθ. ως ουσ., χαριστικά το χρηματικό φιλοδώρημα που δίνει στους οργανοπαίχτες αυτός που χορεύει: Καλός ο χορός μα θέλει και χαριστικό (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.